- μεταξυλογία
- μεταξυλογία, ἡ (ΑΜ)απομάκρυνση από το θέμα και επάνοδος σε αυτό, παρεμβολή στον λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξύ + -λογία* πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *μεταξυλόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταξυλογία — μεταξυλογίᾱ , μεταξυλογία use of digressions fem nom/voc/acc dual μεταξυλογίᾱ , μεταξυλογία use of digressions fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίᾳ — μεταξυλογίᾱͅ , μεταξυλογία use of digressions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίας — μεταξυλογίᾱς , μεταξυλογία use of digressions fem acc pl μεταξυλογίᾱς , μεταξυλογία use of digressions fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίαι — μεταξυλογίᾱͅ , μεταξυλογία use of digressions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίαν — μεταξυλογίᾱν , μεταξυλογία use of digressions fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίαις — μεταξυλογία use of digressions fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek